Oι γιορτές δίνουν αφορμή για σκέψεις. Μια ιδιαιτέρως περίοπτη εορτή όπως τα Χριστούγεννα γεννά άφθονες σκέψεις. Σκεφθείτε μόνον πώς συμπεριφερόμαστε κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες: χαρίζουμε δώρα.
Ο πολιτισμός μας διαιρεί τον κόσμο σε δύο σφαίρες: στη δημόσια και στην ιδιωτική. Η δημόσια αφορά επιχειρήσεις, καθετί απρόσωπο, συμβόλαια, ψυχρή λογική, πολιτική, γραφειοκρατία, χρήματα και υποχρεώσεις εκ του νόμου. Η ιδιωτική είναι ό,τι δεν είναι η δημόσια: αφορά τα συναισθηματικά δεσμά με την οικογένεια και τους φίλους, την αγάπη, το ανεπίσημο, το απρογραμμάτιστο. Τοποθετούμε την πράξη τού να χαρίζουμε ή να δεχόμαστε ένα προσωπικό δώρο στην ιδιωτική σφαίρα. Γι΄ αυτό και ένα «υποχρεωτικό δώρο» μάς φαίνεται αντιφατικό.
Και όμως τα Χριστούγεννα χαρίζουμε πολλά πράγματα σε ανθρώπους τους οποίους γνωρίζουμε λίγο ή για τους οποίους νιώθουμε ελάχιστη ζεστασιά: πελάτες, συναδέλφους, καθηγητές των παιδιών μας ή κάποιους που θα έπρεπε να θυμόμαστε, αλλά το κάνουμε σπάνια. Σε αυτές τις περιπτώσεις το «δωρίζειν» περνάει στο υπολογιστικό, στο δημόσιο, είναι αποτέλεσμα κοινωνικής πίεσης και υποχρέωσης. Παρ΄ όλα αυτά αποκαλούμε «δώρα» αυτά τα αντικείμενα, αν και κάτι που δεν χαρίζεται ελεύθερα δεν είναι δώρο. Αντιφάσεις στις οποίες αποδίδουμε ελάχιστη σημασία γίνονται εκνευριστικά εμφανείς τα Χριστούγεννα. Οι γιορτές μάς κάνουν να κοντοσταθούμε και να το ξανασκεφτούμε.
Ε, λοιπόν, σε πολλούς πολιτισμούς το υποχρεωτικό «δωρίζειν» είναι απολύτως φυσιολογικό. Οι άνθρωποι γνωρίζουν ακριβώς τι να χαρίσουν σε κάθε περίσταση και πόσο πρέπει να κοστίζει το δώρο. Συνεπώς είναι αποδεκτό να αφήσει κανείς το αυτοκόλλητο με την τιμή επάνω στο δώρο, όπως και το να μεταβιβάσει ένα συμβατικό δώρο σε κάποιον άλλο. Τα προσωπικά δώρα ουδόλως αφορούν την ιδιωτική σφαίρα, δεν κατηγοριοποιούνται ως απαραιτήτως ελεύθερα και «από καρδιάς», ούτε ως αιτίες για το (εξίσου ελεύθερο) δώρο της ευγνωμοσύνης.
Στον δικό μας δυτικό πολιτισμό δεν υπάρχει μια λέξη που να περιγράφει «κάτι που δεν είναι δώρο». Η έλλειψη αυτή έχει γίνει αισθητή κυρίως από τους χρήστες της αγγλικής γλώσσας όπως ομιλείται στην Αμερική. Το παλαιό- στην αγγλική γλώσσα- ρήμα «δωρίζω» («to gift», όπως χρησιμοποιούνταν τον 16ο αιώνα) βγήκε από το χρονοντούλαπο και έλαβε νέα σημασία. Λέμε πολύ συχνά ότι «δωρίζουμε» («gifting») εννοώντας ότι δίνουμε σε κάποιους αντικείμενα «μεταμ φιεσμένα» σε δώρα για κοινωνικά επιβεβλημένες υποχρεώσεις και συμβάσεις. Κίνητρα και συναισθήματα σπανίως είναι αγνά ή απλά. Πολλοί θεωρούμε ότι το να «χαρίσουμε ξανά» ή να μεταβιβάζουμε ένα ανεπιθύμητο δώρο υπερβαίνει τα εσκαμμένα. Αυτό το καταλαβαίνουμε από τον τρόπο με τον οποίο αυτός που «χαρίζει ξανά» φροντίζει ώστε να μην αντιληφθεί την πράξη του ο αρχικός δωρητής. Ωστόσο στην Ιαπωνία, αν ο αποδέκτης ενός υποχρεωτικού δώρου το εκχωρήσει σε κάποιον άλλο, το κάνει ανοιχτά και χωρίς αυτό να θεωρείται προσβλητικό. Σε τέτοιες περιπτώσεις η ευγνωμοσύνη είναι ανάρμοστη.
Γιατί άραγε δεν έχει βρεθεί ένα εναλλακτικό ουσιαστικό για τα «δώρα»; Ισως διότι έχουμε ανάγκη κάποια αοριστία πίσω από την οποία καλύπτονται ευτελή κίνητρα για χάρη των συναισθημάτων των άλλων, αλλά και των δικών μας. Δεν μπορούμε να απαιτήσουμε «αγάπη» και «ευγνωμοσύνη» από κανέναν. Και όμως μερικές φορές, για παράδειγμα τα Χριστούγεννα, επιθυμούμε ή ακόμη και έχουμε ανάγκη να δείξουμε ότι τρέφουμε συναισθήματα τα οποία στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Αν προσφέρει κανείς ένα δώρο αποκλειστικά λόγω υποχρέωσης ή κοινωνικής σύμβασης, ας μην περιμένει ευγνωμοσύνη: οι παραλήπτες συνήθως γνωρίζουν τι αντιπροσωπεύει το δώρο.
Παρ΄ όλα αυτά, σε εποχές κατά τις οποίες το καθήκον και η ευγένεια μοιάζουν να μαραζώνουν, οι σκεπτόμενοι άνθρωποι μπορούν να φανούν ευγνώμονες και για τα τυπικά χριστουγεννιάτικα δώρα.
Ας μην ξεχνάμε ότι τα δώρα ταιριάζουν με τα Χριστούγεννα διότι κουβαλούν μνήμη, αφήγηση και φροντίδα. Το αν είναι ακριβά ή φτηνά δεν έχει μεγάλη σημασία. Ο γιος μας, ως παιδί, μας χάρισε κάποτε έναν μικρό χειροκίνητο λεμονοστύφτη για τα Χριστούγεννα. Επί 30 χρόνια τον σκεφτόμαστε λίγοπολύ κάθε φορά που στύβουμε ένα λεμόνι. Τις προάλλες ο στύφτης έπεσε από τον πάγκο της κουζίνας και έσπασε. Εγώ και ο σύζυγός μου ήμαστε πολύ στενοχωρημένοι. Φυσικά θα αγοράσουμε άλλο λεμονοστύφτη, αλλά ο τρόπος με τον οποίο φτιάχναμε σαλάτα στο σπίτι μας δεν θα είναι ποτέ ο ίδιος.
Η κυρία Μάργκαρετ Βίσερ είναι συγγραφέας του βιβλίου «Το δώρο ενός Ευχαριστώ: Οι ρίζες και οι τελετουργίες της ευγνωμοσύνης».
Διαβάστε : Το βήμα.gr