Πιστεύετε ότι μπορεί κανείς να ερωτευθεί με την πρώτη ματιά;
- Ναι
- Όχι
Υπολογίζεται ότι περί τα 2/3 των Αμερικάνων πιστεύουν στον έρωτα με την πρώτη ματιά, ενώ από αυτούς, πάνω από τους μισούς δηλώνουν ότι έχουν βιώσει αυτή την εμπειρία. Τι είναι όμως αυτό που κάνει το θεό Έρωτα να σημαδέψει με το βέλος του με την πρώτη ματιά;
Τι αντικρίζουν τα μάτια του ερωτευμένου όταν πρωτοβλέπουν το «αντικείμενο του πόθου» τους για πρώτη φορά;
Σε μια πρώτη φάση, όταν ένα άτομο βρίσκεται σε έναν χώρο (είτε πρόκειται για γραφείο, είτε για το χώρο ενός πάρτι), ελέγχει και «σκανάρει» οπτικά το πεδίο για να δει ποιος/ά βρίσκεται εκεί. Με αυτή την πρώτη ματιά γίνεται ένα πρώτο «ξεσκαρτάρισμα», ώστε τα άτομα που είναι εμφανώς ακατάλληλα -εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον-, να αποκλειστούν ως πιθανοί ερωτικοί σύντροφοι.
Ένα πρώτο «φίλτρο» ή κριτήριο είναι η εξωτερική εμφάνιση του «άλλου»: το ύψος, το βάρος, η φυλή, το ντύσιμο, και άλλα εξωτερικά χαρακτηριστικά περνούν από έναν γρήγορο έλεγχο προκειμένου οι υποψήφιοι να περάσουν τον αρχικό έλεγχο ή να απορριφθούν.
Αν λοιπόν το άτομο που ψάχνει για σύντροφο κρίνει ότι κάποιοι άνθρωποι γύρω του δεν πληρούν τις προϋποθέσεις, τους απορρίπτει και συνεχίζει την αναζήτηση (έστω και οπτικά σε αυτή τη φάση). Βέβαια, θα πρέπει να τονιστεί εδώ ότι οι άνθρωποι δεν απορρίπτουν αποκλειστικά τα άτομα που «δεν είναι όμορφα», αλλά μπορεί να αποκλείσουν κάποιους ακριβώς εξαιτίας του ότι είναι όμορφοι ή έχουν κάποια χαρακτηριστικά τα οποία η κουλτούρα μας τα κρίνει ως επιθυμητά.
Έτσι, το αν κάποιος έχει αυτοπεποίθηση (άσχετα με τη δική του εξωτερική εμφάνιση) θα καθορίσει και το ποια άτομα θα επιλέξει για ενδεχόμενους συντρόφους (ακόμα και αν εμφανισιακά είναι πολύ καλύτερα από το ίδιο). Έτσι, σε αυτή την πρώτη φάση, αυτός που αναζητά σύντροφο θα βάλει στο οπτικό του πεδίο πιθανούς «υποψήφιους/ιες», ενώ κάποια άλλα άτομα θα παραμείνουν αόρατα.
Στη δεύτερη φάση, τα άτομα που έχουν προεπιλεγεί ήδη στην πρώτη φάση, γίνονται αντικείμενο προσεκτικότερης παρατήρησης και, αυτά που κρίνονται πιο κατάλληλα, επιλέγονται για περαιτέρω προσοχή και πιθανή επιλογή.
Το μεγάλο ερώτημα, όμως, είναι: πόσο μπορεί να βασιστεί κανείς σε αυτή την πρώτη ματιά για να κρίνει αν το άλλο άτομο, το οποίο έχει επιλέξει για σύντροφο, είναι πράγματι κατάλληλο για μια μακρόχρονη, σταθερή σχέση και, καταληκτικά, για γάμο; Η απάντηση είναι προφανής: τελικά, δε μπορεί να βασιστεί κανείς και πολύ στις πρώτες ενδείξεις.
Και ενδεχομένως αυτός είναι ο λόγος που τόσες πολλές σχέσεις που ξεκινούν υπέροχα και δυναμικά καταλήγουν σε διάλυση, σε πίκρα, θυμό, απογοήτευση…
Όμως, τη στιγμή που το βλέμμα μας «καρφώνεται» σε κάποιον και νιώθουμε αυτό το σκίρτημα που αποκαλούμε «έρωτα με την πρώτη ματιά» αυτό που συμβαίνει είναι ότι στον εγκέφαλό μας δημιουργείται ένα δυνατό νευροχημικό κοκτέιλ: εκκρίνονται διάφοροι νευροδιαβιβαστές, χημικές ουσίες που βοηθούν στη μεταφορά μηνυμάτων στον εγκέφαλο, όπως ενδορφίνες, επινεφρίνη, ντοπαμίνη.
Το χημικό αυτό κοκτέιλ δείχνει ένα πράγμα: αυτό που συμβαίνει στον εγκέφαλο του ερωτευμένου εκείνη τη στιγμή είναι φυσιολογική διέγερση! Ωστόσο το αποκαλούμε «αγάπη με την πρώτη ματιά», ενώ απέχει πολύ από το να είναι πραγματική αγάπη, όπως την εννοούμε σε βαθύτερο ψυχικό επίπεδο, συμπεριλαμβάνοντας και όλες τις ψυχικές αρετές που εμπλέκονται.
Με την πρώτη ματιά συνήθως ερωτευόμαστε τον άνθρωπο που επιθυμούμε να ερωτευτούμε, και όχι απαραιτήτως αυτόν που βλέπουμε μπροστά μας. Αυτό που κάνουμε στον έρωτα με την πρώτη ματιά είναι να καλύπτουμε μια βαθύτερη ανάγκη μας για ευχαρίστηση, συντροφικότητα, κάλυψη κενών στη ζωή μας, να νιώσουμε ιδιαίτεροι και μοναδικοί. Έτσι, προβάλλουμε στον άλλον χαρακτηριστικά που εμείς επιθυμούμε να έχει -διότι αυτά χρειαζόμαστε- χωρίς να τον γνωρίζουμε, αλλά και χωρίς να μπαίνουμε στον κόπο να ελέγξουμε αν πράγματι διαθέτει όσα εμείς πιστεύουμε ότι διαθέτει. Για να πιστοποιήσουμε ότι κάποιο άτομο έχει καλή καρδιά, ειλικρίνεια, μεγαλοψυχία, τιμιότητα, δεν αρκεί να του ρίξουμε μια ματιά. Χρειάζεται να το γνωρίσουμε μέσα από τη διαδικασία της οικειότητας και του μοιράσματος της προσωπικής μας ιστορίας. Γι’ αυτό και συχνά μπερδεύουμε τη φυσική έλξη και σεξουαλική διέγερση με την πρώτη ματιά με την αγάπη, που χρειάζεται το χρόνο της.
Ίσως πάλι για πολλούς να είναι κοινωνικά πιο αποδεκτό να μιλούν για «έρωτα με την πρώτη ματιά» παρά για φυσική διέγερση και έξαψη που προκαλείται από τη θέα του άλλου και τη «χημεία». Και δυστυχώς, οι άνθρωποι συχνά εμμένουν στα ίδια μοτίβα σκέψης και συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα να δοκιμάζουν ξανά και ξανά την ίδια συνταγή στον τομέα των ερωτικών σχέσεων -με την πεποίθηση ότι κάτι θα αλλάξει και θα τα κατεφέρουν αυτή τη φορά- ενώ στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα είναι «μία από τα ίδια».