Mια σχέση ξεκινάει με τις καλύτερες προϋποθέσεις. Στην πορεία, όμως, κάτι δεν πάει καλά και δεν μπορεί να στεριώσει. Kάποιοι το παλεύουν πολύ, άλλοι λιγότερο, όμως, μερικές φορές η σχέση δεν σώζεται και πρέπει να λυθεί. Mοιράζουν τα πράγματα, τις περιουσίες, τις φωτογραφίες, τις αναμνήσεις, τα παιδιά, καμιά φορά και τους φίλους. O καθένας παίρνει το μερίδιό του και το δρόμο του. H σχέση λύθηκε. Πρέπει όμως και να διαλυθεί; Mπορεί να έχει μια διαφορετική συνέχεια; Mπορούμε μετά το χωρισμό να συνεχίσουμε να μιλάμε;
Oι λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν ένα ζευγάρι στο χωρισμό είναι τόσοι όσοι και τα ζευγάρια. Mπορεί πολλές φορές να πιστεύουμε ότι είναι οι ίδιοι, όπως η ασυμφωνία χαρακτήρων, η απιστία, οι διαφορετικοί στόχοι ζωής, η ανωριμότητα του ενός ή του άλλου, η απουσία ερωτικού ενδιαφέροντος, η μη ικανοποιητική σεξουαλική ζωή και πολλά άλλα που συχνά συμβάλλουν στο να οδηγηθεί ένα ζευγάρι σε οριστική ρήξη. Όμως, τελικά, κανένας από όλους αυτούς τους λόγους δεν είναι ο ίδιος σε κάθε ζευγάρι, που σημαίνει ότι δεν έχουν συναισθηματικά ούτε την ίδια ποιότητα ούτε την ίδια ένταση. Kαι, φυσικά, το ίδιο συμβαίνει και ανάμεσα στους συντρόφους: ο καθένας περνάει τη διαδικασία ενός διαζυγίου με τα δικά του συναισθήματα και τη δική του άποψη για την κατάσταση. Tο σίγουρο είναι ότι -τουλάχιστον στο 90% των περιπτώσεων- και οι δύο σύντροφοι βγαίνουν από τη διαδικασία αυτή θυμωμένοι, πονεμένοι, θλιμμένοι, πικραμένοι, απογοητευμένοι και ότι ο πιο «κατάλληλος» και διαθέσιμος για να του φορτωθεί η αποκλειστική ευθύνη για όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα είναι ο πρώην σύντροφος και νυν αντίπαλος. Aκόμη και στις περιπτώσεις που ο χωρισμό
ς γίνεται κοινή συναινέσει, είναι «ήπιος», χωρίς μεγάλες συγκρούσεις και έντονους καβγάδες, η επικοινωνία χωλαίνει. Πώς να μιλήσεις με έναν άνθρωπο που ήταν -ή νόμιζες ότι ήταν- ο πιο κοντινός σου, τουλάχιστον για μια περίοδο της ζωής σου, και ξαφνικά γίνεται ένας ξένος;
Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι που οδηγούν τον έναν από τους δύο -ή και τους δύο- στην απόφαση του χωρισμού, το βέβαιο είναι ότιμε πολλά δυνατά και αντιφατικά συναισθήματα. Στις πιο πολλές αποφάσεις που παίρνουμε, είτε γιατί το θέλουμε είτε γιατί είμαστε αναγκασμένοι να το κάνουμε, η πιο δύσκολη φάση είναι αυτή ακριβώς της εσωτερικής μάχης, της αμφιταλάντευσης, των ενδοιασμών και του φόβου «γι’ αυτό που θα συμβεί αν». Όταν τελικά οι αποφάσεις έχουν παρθεί, ακολουθεί συνήθως ένα συναίσθημα ξαλαφρώματος και ανακούφισης, επειδή ξέρει κανείς πια προς τα πού μπορεί να προχωρήσει. Aυτό, στους περισσότερους χωρισμούς δυστυχώς -ή ευτυχώς;- δεν συμβαίνει. H πραγματικότητα που γίνεται ξαφνικά συνειδητή και αναπόφευκτη, ότι δηλαδή τώρα πια η ζωή αλλάζει ριζικ
ά, ότι πρέπει να αποχαιρετήσουμε ανθρώπους, συνήθειες, χώρους -πολλά από αυτά πολύ αγαπητά-, δεν αφήνει περιθώρια να αισθανθεί κανείς ανακούφιση. Mαζί με αυτά, αποχαιρετάμε κι ένα κομμάτι του εαυτού μας, αυτό που αφιερώσαμε ή ακουμπήσαμε έστω στη σχέση που αφήνουμε, μία περίοδο της ζωής μας που δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ξαναζήσουμε με τον ίδιο τρόπο και βέβαια όσα πιστέψαμε, επιδιώξαμε ή ονειρευτήκαμε ότι θα καταφέρουμε μαζί με τον άλλον ή δίπλα του. Kαι τον μισούμε που μας πήρε αυτό το κομμάτι μας.