Ωραία όλα εκείνα τα πολιτισμένα περί της μονογαμίας ως «κοινωνικής σύμβασης», της συγχώρεσης του παραστρατήματος, αν αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα έρωτα, προκειμένου να σωθεί η σχέση και του «δε θα ήθελα να το μάθω αν επρόκειτο καθαρά και μόνο για σεξ» που λέγαμε σε ένα παλαιότερο άρθρο για την απιστία, στην πράξη, όμως, όλοι θέλουμε να ξέρουμε –ιδιαίτερα όταν υποψιαζόμαστε ότι το έτερον ήμισυ μπορεί να μας απατά– αν μη τι άλλο για να πάρουμε τις αποφάσεις μας για το μέλλον της σχέσης –οι οποίες, και επιτρέψτε μου τη γενίκευση, σπάνια είναι πολιτισμένες και βασισμένες στη διαπίστωση ότι η μονογαμία αποτελεί απλά μια κοινωνική σύμβαση και τίποτα παραπάνω.
Πώς, όμως, θα το καταλάβουμε, τουλάχιστον όσοι δε διαθέτουμε το χάρισμα της έκτης αίσθησης ή την… τύχη των «φίλων» που θα τρέξουν να μας πουν τα νέα; Όχι δύσκολα. Υπάρχουν αρκετά αδιάψευστα σημάδια που όταν εμφανίζονται –ιδιαίτερα δύο ή περισσότερα μαζί– κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Όσοι (θεωρούν ότι) διακατέχονται από αισθήματα ανωτερότητας και… «πολιτισμού» μπορούν να μη συνεχίσουν την ανάγνωση.

Η αποφυγή κάθε… είδους επισκέψεων, συναντήσεων και εξόδων με τους φίλους και την οικογένειά σας από την πλευρά του/ της συντρόφου σας –ιδιαίτερα αν μέχρι πρότινος τέτοιες συναντήσεις κανονίζονταν συχνά, χωρίς κανένα πρόβλημα– μπορεί να είναι ένδειξη τύψεων από την πλευρά του/ της. Αν αποφεύγει να δει τους φίλους και την οικογένειά σας, με τους οποίους μέχρι πρόσφατα τα πήγαινε περίφημα, μάλλον δεν είναι επειδή τους βαρέθηκε –είναι επειδή ντρέπεται να τους βλέπει να του/ της φέρονται σαν οικογένεια, ενώ εκείνος-η σας απατά.

Γκρινιάζει διαρκώς. Αντίθετα απ’ ότι θα περιμένατε, η συνεχής γκρίνια για ό,τι λέτε ή κάνετε είναι, σύμφωνα με τους ψυχολόγους, ένδειξη της υποσυνείδητης προσπάθειας που καταβάλει να δικαιολογήσει στον εαυτό του/ της τις πράξεις του/ της. Αν κάθε προσπάθεια επικοινωνίας αποτυγχάνει γιατί εσείς στα μάτια του/ της «έχετε αλλάξει», αυτόματα οι τύψεις μειώνονται, καθώς η απιστία, στο μυαλό του «ενόχου», είναι δικαιολογημένη: δε φταίει μόνο εκείνος-η, φταίτε κι εσείς που δεν του/ της κάνετε πια.

Και τι είναι χειρότερο από κάποιον που γκρινιάζει διαρκώς; Κάποιος ή κάποια που δε φαίνεται να προσέχει καν ότι είστε εκεί. Αν ξαφνικά ο/ η σύντροφός σας δε δείχνει να ενδιαφέρεται για τη γνώμη σας, δεν παραπονιέται ότι δεν τον/ την προσέχετε αρκετά, δεν τον/ την πειράζει να μην τον/ την συνοδεύσετε στα γενέθλια του κολλητού, το γάμο του ξαδέρφου ή το πάρτι της εταιρείας, δε δίνει την ίδια σημασία ή δε φαίνεται να συμμετέχει καν σε κοινούς κώδικες επικοινωνίας που είχατε αναπτύξει και αδιαφορεί πλήρως για τις μικρές, καθημερινές σας συνήθειες και διαφωνίες που μέχρι πρότινος τον/ την έκαναν έξαλλο-η, μάλλον η σκέψη του/ της είναι τόσο προσηλωμένη κάπου αλλού, που δεν παρατηρεί καν την ύπαρξή σας.

Μιλά συχνά για κάποια-ον που δεν ανέφερε πριν. Αν ο… συνένοχος είναι κάποιος από το κοντινό περιβάλλον του/ της συντρόφου σας –για παράδειγμα, ένας συνάδελφος ή κάποιος από τα μαθήματα χορού/ κωπηλασίας/ σκι/ τένις– που δικαιολογείται να συναντά καθημερινά, το όνομά του/ της θα αρχίσει να αναφέρεται σε αρκετές συζητήσεις χωρίς προφανή λόγο και αιτία. Οι αθώες διηγήσεις για την ημέρα στο γραφείο/ γυμναστήριο/ κολυμβητήριο κλπ θα περιλαμβάνουν σχεδόν πάντα το άτομό του/ της, πρώτον γιατί βρίσκεται συνεχώς στο μυαλό του/ της συντρόφου σας, και δεύτερον για το «ξεκάρφωμα» –αν έτρεχε κάτι μεταξύ τους δε θα σας άφηνε να το υποπτευτείτε αναφέροντάς τον/ την διαρκώς, σωστά; Λάθος. Και μάλιστα μεγάλο.

Ανανεώνει τη σχέση πάθους που είχε με το κινητό όταν το πρωτοπήρε. Ήτοι, κινητό στην τουαλέτα, κινητό δίπλα στο κρεβάτι, κινητό πάνω στο τραπέζι στο εστιατόριο που τρώτε. Ακόμα χειρότερα, απενεργοποιημένο ή «στο αθόρυβο» κινητό χωρίς προφανή λόγο. Ή μάλλον, με πολύ προφανή λόγο: για να μην το ακούσετε όταν θα χτυπάει στις 3.00 τα ξημερώματα μήνυμα που θα λέει «μου λείπεις».

Αρχίζει να προσέχει τον εαυτό του/ της πολύ περισσότερο απ’ ότι προηγουμένως. Για παράδειγμα, γράφεται γυμναστήριο, βάφεται τα χαράματα για να πάει στο γραφείο, αρχίζει αυστηρή δίαιτα, αγοράζει καινούρια ρούχα –αυτό προφανώς ισχύει μόνο για τους άνδρες, οι γυναίκες το κάνουν ούτως ή άλλως–, βάζει τακούνια και άρωμα για να πάει για ψώνια, αλλάζει κούρεμα… Ακόμα χειρότερα, κάνει όλα τα παραπάνω χωρίς να ρωτάει τη γνώμη σας –π.χ. επιστρέφοντας από το κομμωτήριο δε ρωτάει «σου άρεσε περισσότερο το προηγούμενο χρώμα/ χτένισμα;» όπως συνήθως, ούτε ενδιαφέρεται αν προσέξατε το νέο του/ της look.

Αποφεύγει να απαντά στις ερωτήσεις σας σχετικά με την ημέρα του/ της, δεν έχετε σχεδόν ποτέ ξεκάθαρη εικόνα του προγράμματός του/ της και δεν κλείνει ραντεβού μαζί σας παρά μόνο μια δυο ώρες πριν, αντίθετα με παλιότερα. Με άλλα λόγια, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο της συνάντησης με τον/ την άλλον-η, για όσο το δυνατόν περισσότερο γίνεται, και κανονίζει, τελικά, μαζί σας όταν οι πιθανότητες για συνάντησή τους έχουν μειωθεί στο ελάχιστο. Και, βέβαια, φροντίζει να απαντά γενικά και αόριστα για το πού ήταν και τι έκανε αν τον/ την έχει ήδη συναντήσει, ή να επαναλαμβάνει τις ερωτήσεις σας πριν τις απαντήσει –κλασσική μέθοδος εξοικονόμησης χρόνου για τη σύνταξη του καλύτερου δυνατού ψέματος.

Γίνεται ξαφνικά αυτόνομος-η. Εκεί που πάντα μιλούσε για «εσάς» στο πρώτο πληθυντικό –θα βγούμε με τον τάδε, μας κάλεσαν στο πάρτι, μας πήρε τηλέφωνο η μαμά σου– τώρα μιλά στο πρώτο ενικό για τα σχέδια και τις δραστηριότητές του/ της, τα οποία περισσότερο ανακοινώνει παρά συζητά μαζί σας. Αν, μάλιστα, αποφεύγει τα μακροπρόθεσμα σχέδια –όπως το πού θα πάτε διακοπές το καλοκαίρι– μπορείτε ελεύθερα να ανησυχήσετε ότι η απιστία του/ της δεν είναι μια επιπόλαια περιπέτεια της μιας νύχτας.

Έχει χάσει κάθε διάθεση για σεξ –μαζί σας. Αν μέχρι χθες κάνατε ολονυχτίες κάτω από τα σεντόνια και τώρα κάθε βράδυ που ξαπλώνει μαζί σας έχει πονοκέφαλο/ νυστάζει/ είναι κουρασμένος-η, μάλλον για την κούραση δε φταίει ο υπερβολικός φόρτος εργασίας, αλλά το γεγονός ότι περνά πολλές ώρες κάτω από τα σεντόνια κάποιου άλλου.